αμαξηλατώ

αμαξηλατώ
(ε) μετ. править экипажем, каретой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμαξηλατώ" в других словарях:

  • αμαξηλατώ — ἁμαξηλατῶ ( έω) (Μ) [ἁμαξήλατος] είμαι ηνίοχος, οδηγώ άμαξα …   Dictionary of Greek

  • ἁμαξηλατῶ — ἁμαξηλατέω drive a wagon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἁμαξηλατέω drive a wagon pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαξήλατος — ἁμαξήλατος, ον (Α) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να περάσει άμαξα, ο διαβατός από άμαξα, αμαξιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ἐλατός, με επίδραση τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το η ( ήλατος τού β΄ συνθετικού. ΠΑΡ. μσν. ἁμαξηλατώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»